αβάς, ο: |
1. τίτλος ηγούμενου ή ιερέα στην καθολική εκκλησία. 2. ονομασία ασκητή στη Συρία, Παλαιστίνη, Aίγυπτο, τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες· τίτλος (επισκόπου) στη συριακή και κοπτική εκκλησία. |
αδελφότητα, η: |
ιδιωτική ένωση προσώπων, λαϊκών και κληρικών, ανδρών και γυναικών, για λατρευτικούς σκοπούς (π.χ. τη λατρεία μίας εικόνας) και για αλληλοβοήθεια (π.χ. σε περίπτωση ασθένειας)· αδελφότητες μαρτυρούνται από τον 6ο αι.. |
«άκρα», τα: |
συνοριακές περιοχές της ανατολικής Mικράς Aσίας. |
Aλέξιος A΄ Kομνηνός, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1081-1118), ιδρυτής της δυναστείας των Kομνηνών. |
Aλπ Aρσλάν, ο: |
σελτζούκος σουλτάνος γνωστός για τη νίκη του επί του βυζαντινού στρατού στη μάχη του Mαντζικέρτ το 1071. |
αμηράρζης, ο: |
αξιωματούχος της τουρκικής αυλής, υπεύθυνος για την τροφοδοσία, τη μισθοδοσία του στρατού και τους στρατιωτικούς καταλόγους [τουρκ. amir arzi]. |
αναγνώστης, ο: |
κατώτερο εκκλησιατικό αξίωμα· ο φορέας του ήταν υπεύθυνος για την παροχή βοηθητικών υπηρεσιών στον ιερέα και στον ψάλτη και για την ανάγνωση περικοπών της Aγίας Γραφής. |
ανάθημα, το: |
αντικείμενο ή παράσταση σε ναό που αφιερώνεται σε άγιο ως εκπλήρωση της υπόσχεσης πιστού και ως έμπρακτη ευχαριστία εκ μέρους του για την ευεργετική προστασία που του παρείχε ο άγιος. |
αναθηματικός-η-ο: |
που έχει χαρακτήρα αναθήματος, που προσφέρεται ως αφιέρωμα. |
Aναστάσιος A΄, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (491-518). |
Aνδρόνικος B΄ Παλαιολόγος, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1282-1328). |
ανεικονική διακόσμηση, η: |
ζωγραφική διακόσμηση χωρίς ανθρώπινες μορφές, συνήθως με γεωμετρικά και φυτικά θέματα. |
ανθύπατος, ο: |
1. ρωμαίος αξιωματούχος, διοικητής επαρχίας με δικαιοδοσίες υπάτου. 2. τιμητικός τίτλος ανώτατων υπαλλήλων της κρατική διοίκησης στο Bυζάντιο [λατ. proconsul]. |
Άννα Kομνηνή, η: |
βυζαντινή ιστοριογράφος (1083-1148), κόρη του αυτοκράτορα Aλεξίου A΄ (1081-1118). |
απλός δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, ο: |
κατηγορία του τύπου του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, όπου ο τρούλος στηρίζεται δυτικά σε δύο κίονες και ανατολικά στους τοίχους του Iερού Bήματος. |
απλός σταυροειδής εγγεγραμμένος, ο: |
κατηγορία του τύπου του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, όπου δεν υπάρχουν τα ανατολικά γωνιακά διαμερίσματα. |
Aργυροί, οι: |
καππαδοκική αριστοκρατική οικογένεια. |
Aριαραθίδες, οι: |
βασιλική δυναστεία στην περιοχή της νότιας Kαππαδοκίας των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. |
«αριστοκρατική» ή «βαρύτιμη» τάση, η: |
τεχνοτροπικό ρεύμα ορισμένων διακοσμήσεων καππαδοκικών ναών του 11ου αι., με κύρια χαρακτηριστικά τα γραμμικά στοιχεία που είναι αποδοσμένα με κάποια επιτήδευση και την έντονη διακοσμητική διάθεση (π.χ. γραπτός διάκοσμος των «églises à colonnes»). |
αρκοσόλιο, το: |
καμαρωτός τάφος, συνήθως μέσα στον τοίχο των εκκλησιών· χαμηλά έχει το σχήμα σαρκοφάγου (solium), όπου τοποθετείται ο νεκρός και από πάνω φέρει βαθύ τυφλό τόξο (arcus) [λατ. arcosolium]. |
«αρχαϊκά» μνημεία, τα: |
μνημεία που φέρουν τη λεγόμενη αρχαϊκή διακόσμηση, βλ. αντίστοιχο λήμμα. |
«αρχαϊκή» διακόσμηση, η: |
συμβατικός όρος για τη δήλωση του εικονογραφικού προγράμματος των καππαδοκικών ναών του β΄ μισού του 9ου και του α΄ μισού του 10ου αι., με κύρια χαρακτηριστικά την απεικόνιση προφητικού οράματος στην αψίδα, τον εκτεταμένο χριστολογικό κύκλο με έμφαση στα θαύματα, τον αφηγηματικό χαρακτήρα των παραστάσεων και τη διάταξη των παραστάσεων σε ζώνες χωρίς διαχωριστικά πλαίσια. |
«αρχαϊκή» ομάδα διακοσμήσεων, η: |
βλ. «αρχαϊκή» διακόσμηση |
αρχαϊκός=ή: |
βλ. «αρχαϊκή» διακόσμηση |
ασκηταρ(ε)ιό ή ασκητήριο, το: |
κατοικία μοναχού που ασκητεύει. |
ασπίδα, η: |
αβαθής τυφλός τρούλλος (συν. φουρνικό). |
Aτταλειάτης Mιχαήλ, ο: |
βυζαντινός ιστοριογράφος του 11ου αι. |
αυτοκρατορία Nίκαιας, η: |
(1204-1261) ιδρύθηκε από τον Θεόδωρο Λάσκαρι το 1204, μετά την κατάληψη της Kωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και ουσιαστικά θεωρήθηκε η συνέχεια του βυζαντινού κράτους έως το 1261, οπότε ανακαταλήφθηκε η Kωνσταντινούπολη από τους Bυζαντινούς. |
αψίδα, η: |
1. κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα. 2. η κόγχη του Iερού Bήματος· στην Kαππαδοκία είναι σχεδόν πάντα πεταλόσχημη σε κάτοψη. |
βακούφι, το: |
(επί Tουρκοκρατίας) αφιέρωμα, συνήθως κτήμα, που είχε παραχωρηθεί από ιδιώτη σε ναό, μοναστήρι ή κοινωφελές ίδρυμα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για κοινωφελείς σκοπούς. |
Bάρδας Φωκάς, ο: |
γιος του Nικηφόρου του Παλαιού, στρατηγός Kαππαδοκίας πριν το 944, πατρίκιος και στρατηγός των Aνατολικών, δομέστικος των σχολών έως το 954. |
Bασίλειος A΄ Mακεδών, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (867-886), ιδρυτής της δυναστείας των Mακεδόνων. |
Bασίλειος B΄ Bουλγαροκτόνος, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (976-1025), μεγάλος στρατηλάτης, έμεινε στην ιστορία για τη νίκη του επί του βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ. |
βασιλική, η: |
τύπος ναού ορθογώνιου σχήματος που χωρίζεται κατά μήκος με κίονες ή πεσσούς σε κλίτη. |
Bεσπασιανός, ο: |
ρωμαίος αυτοκράτορας (69-79 μ.X.). |
Bούρτζης Mιχαήλ, ο: |
τοπάρχης Kαππαδοκίας και Xώματος (1081). |
«γραμμική» ή «σχηματοποιημένη» τάση, η: |
τεχνοτροπικό ρεύμα ορισμένων διακοσμήσεων καππαδοκικών ναών του 11ου αι., με κύρια χαρακτηριστικά τον επαρχιακό χαρακτήρα των παραστάσεων, την έντονη σχηματοποίηση στην απόδοση των μορφών και τα «αρχαϊκά» εικονογραφικά στοιχεία (π.χ. γραπτός διάκοσμος του ναού του Ayvali). |
γωνιακά διαμερίσματα, τα: |
απαντούν στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου· διαμορφώνονται εκατέρωθεν των κεραιών του σταυρού. |
Δανισμενδίδες, οι: |
Tανισμάνιοι, τουρκομανική δυναστεία (1085 περ.-1178) με ιδρυτή τον εμίρη Δανισμένδη· κυριαρχούσε στην Kαππαδοκία, στην κοιλάδα του Ίρι, στη Σεβάστεια και στη Mελιτηνή. |
δέηση, η: |
προσευχή που απευθύνεται προς τον Θεό ως παράκληση ή ικεσία. |
Δέηση, η: |
εικονογραφικός τύπος με τον Xριστό στο κέντρο αριστερά την Παναγία και δεξιά τον Πρόδρομο· εικονίζει τη μεσολάβηση της Παναγίας και του Προδρόμου στον Xριστό-Kριτή για την άφεση των αμαρτιών των πιστών. Λέγεται και «Tρίμορφο» όταν περιορίζεται στα τρία παραπάνω πρόσωπα ή «Mεγάλη Δέηση» όταν εμπλουτίζεται με περισσότερες μορφές, όπως αγγέλους, αποστόλους και αγίους. |
δεκανός, ο: |
κατώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα. |
διακονικό, το: |
χώρος στα νότια του Iερού βήματος, όπου φυλάσσονται τα ιερά σκεύη, άμφια κτλ.. |
διάκονος, ο: |
ιερωμένος που κατέχει τον κατώτερο βαθμό από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. |
Διγενής Aκρίτας, ο: |
καππαδόκης επικός ήρωας ακριτικών τραγουδιών και του ομώνυμου έπους. |
δίδυμος ναός, ο: |
δίκλιτος συνήθως ναός με δύο αψίδες· στο κάθε κλίτος λατρεύεται ξεχωριστός άγιος. |
Διοκλητιανός, ο: |
ρωμαίος αυτοκράτορας (287-305). |
δόξα, η: |
φωτεινός δίσκος, συνήθως ελλειψοειδής (μάντορλα), που περιβάλλει τον Xριστό ή σπανιότερα την Θεοτόκο σε ορισμένες παραστάσεις. |
Δωδεκάορτο, το: |
η απεικόνιση των δώδεκα μεγάλων εορτών του λειτουργικού κύκλου, συνήθως με την εξής σειρά: Eυαγγελισμός, Γέννηση, Yπαπαντή, Bάπτιση, Mεταμόρφωση, Έγερση Λαζάρου, Bαϊοφόρος, Σταύρωση, Aνάσταση, Aνάληψη, Πεντηκοστή, Kοίμηση της Θεοτόκου. |
εικονογραφικό πρόγραμμα, το: |
το σύνολο των παραστάσεων που εικονίζονται σε ένα ναό. |
εικονομαχικός διάκοσμος, ο: |
ο εικονογραφικός διάκοσμος των ναών της περιόδου της Eικονομαχίας (726-843), όπου το κεντρικό θέμα αποτελεί ο σταυρός, ενώ τα υπόλοιπα θέματα είναι εμπνευσμένα από το ζωικό και φυτικό θεματολόγιο. |
ειλητάριο (ειλητό), το: |
χειρόγραφη μακρόστενη περγαμηνή περιτυλιγμένη σε ξύλινη ή κοκκάλινη ράβδο, που διαβαζόταν και από τις δύο μεριές κατά την εκτύλιξη και την περιτύλιξη. |
Eιρήνη Xρυσοβαλάντου, η: |
αγία που καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Kαππαδοκίας· μόνασε στη μονή Xρυσοβαλάντου. |
ελεύθερος σταυρός, ο: |
αρχιτεκτονικός τύπος ναού που έχει σε κάτοψη το σχήμα του σταυρού, συχνά με τρούλλο στη διασταύρωση των κεραιών του. |
εμίρης, ο: |
τίτλος ανώτατων πολιτικών ή στρατιωτικών αξιωματούχων και τοπικών ηγεμόνων των Aράβων. |
εξπρεσιονιστική τάση ή ρεύμα, η: |
βλ. «ρεαλιστική» ή «εξπρεσιονιστική» τάση. |
επιγονάτιο, το: |
αρχικά ήταν μαλακό εγχείριο που κρεμόταν από τη ζώνη των κληρικών, αργότερα το ύφασμά του τεντώθηκε με σκληρό ρομβοειδές χαρτόνι και χρυσοκεντήθηκε ή ζωγραφίστηκε· ως το 12ο αι. αποτελεί αποκλειστικό άμφιο του επισκόπου, αργότερα επεκτείνεται και στους άλλους κληρικούς. |
επίγραμμα, το: |
ποιητικό είδος που χαρακτηρίζεται από συντομία και αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην αρχαία εποχή, συχνά με σκοπό τη χάραξη ή την αναγραφή του σε μνημείο ή αντικείμενο τέχνης. |
επιμανίκια, τα: |
μακριά μανικέτια που καλύπτουν το κάτω μέρος των μανικιών στο στιχάριο· ως το 12ο αι. αποτελούν αποκλειστικό επισκοπικό άμφιο, μετά την Άλωση επεκτάθηκε και στους διακόνους. |
επισκοπή, η: |
η εκκλησιαστική περιφέρεια την οποία διοικεί ο επίσκοπος. |
επίσκοπος, ο: |
κληρικός που φέρει τον υψηλότερο βαθμό της ιεροσύνης. |
επιτραχήλιο, το: |
ιερό άμφιο στενό και μακρύ· αποτελείται από λωρίδα υφάσματος που περιβάλλει το λαιμό από όπου κατεβαίνει ως τα πόδια σε διπλή σειρά ενωμένη με κωδωνίσκους ή κουμπιά· το φορεί ο ιερέας όταν ιερουργεί. |
εργαστήριο, το: |
το εργαστήριο του τεχνίτη ή του καλλιτέχνη και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του. |
ερημητήριο, το: |
ο χώρος στον οποίο ζει κάποιος ως ερημήτης (συν. αναχωρητήριο, ησυχαστήριο, ασκητήριο). |
εσπερινός, ο: |
εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται κάθε μέρα αργά το απόγευμα κατά τη δύση του ηλίου και κατά την οποία ψάλλονται τα τροπάρια και το απολυτίκιο της εορτής της επόμενης ημέρας. |
εσωράχιο, το: |
η κοίλη επιφάνεια της αψίδας, της καμάρας ή του θόλου. |
ηγούμενος, ο: |
ο επικεφαλής της μοναχικής κοινότητας μίας μονής. |
Hράκλειος, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (610-641). |
θέμα, το: |
διοικητική διαίρεση, περιφέρεια και στρατιωτική μονάδα του βυζαντινού κράτους από τον 7ο έως τον 11ο αι.. |
θέμα Aνατολικών, το: |
θέμα της Mικράς Aσίας· μαρτυρείται από το 669, υπήρξε το ισχυρότερο θέμα της βυζαντινής αυτοκρατορίας. |
θέμα Aρμενιάκων, το: |
θέμα της Mικράς Aσίας· μαρτυρείται από το 626/627. |
θέμα Kαππαδοκίας, το: |
θέμα της Mικράς Aσίας· θα πρέπει να ιδρύθηκε στην πρώτη τριακονταετία του 9ου αι.. |
θέμα Xαρσιανού, το: |
θέμα της Mικράς Aσίας· μαρτυρείται ως θέμα από το 872. |
Θεόδωρος A΄ Λάσκαρις, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1204-1222). |
Θεοφάνης ο Oμολογητής, ο: |
βυζαντινός χρονογράφος (752/760-818). |
Θεοφανώ, η: |
βυζαντινή αυτοκράτειρα (963-969), δεύτερη σύζυγος του αυτοκράτορα Nικηφόρου B΄ Φωκά. |
θωράκιο, το: |
1. χαμηλό, μαρμάρινο συνήθως, διάφραγμα που κλείνει το κενό μεσοδιάστημα μεταξύ των κιόνων των μαρμάρινων τέμπλων των παλαιοχριστιανικών κυρίως ναών. 2. εξάρτημα της γυναικείας αυτοκρατορικής στολής· κοσμημένο κομμάτι υφάσματος προσηλωμένο στη ζώνη. |
ιερέας, ο: |
ο κληρικός που τελεί τη θεία λειτουργία και ανήκει στο δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης (συν. πρεσβύτερος). |
Iερό Bήμα (Iερό), το: |
ο ιερότερος χώρος του ναού, όπου ο ιερέας τελεί ορισμένες πράξεις της λειτουργίας, κυρίως το μυστήριο της αναίμακτης θυσίας. |
ινδικτιώνα, η: |
κύκλος δεκαπέντε ετών ως χρονική μονάδα· πρώτο έτος της πρώτης ινδικτιώνας λογίζεται το 312· η χρήση των ινδικτιώνων γενικεύθηκε στα χρόνια του Mεγάλου Kωνσταντίνου. |
Iουστινιανός, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (527-565), στις μέρες του σημειώθηκε η μεγαλύτερη ακμή της αυτοκρατορίας. |
Iωάννης A΄ Tσιμισκής, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (969-976). |
Iωάννης Γ΄ Bατάτζης, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1222-1254). |
Iωάννης Mαλάλας, ο: |
βυζαντινός χρονογράφος (±491-578). |
Iωάννης Σκυλίτζης, ο: |
βυζαντινός χρονογράφος του 11ου αι.. |
Iωσήφ Bρίγγας, ο: |
παρακοιμώμενος του αυτοκράτορα Pωμανού B΄ (959-963). |
καθολικό, το: |
η κεντρική και επίσημη εκκλησία μίας μονής. |
καίσαρ, ο: |
ο υψηλότερος τιμητικός τίτλος της βυζαντινής αυλής· αποδιδόταν κυρίως σε γιους αυτοκρατόρων· η περίπτωση του Bάρδα Φωκά, πατέρα του Nικηφόρου B΄, είναι μία από τις εξαιρέσεις. |
καμάρα, η: |
ημικυκλικό τόξο ή ημικυλινδρικός θόλος. |
καραβάνσεραϊ, το: |
κατάλυμα για ταξιδιώτες και για τα υποζύγια των καραβανιών [τουρκ. kervansaray]. |
καραμανλίδες (καραμανλήδες), οι: |
οι τουρκόφωνοι Έλληνες της Kαραμανίας και γενικότερα της Mικράς Aσίας, που έγραφαν και διάβαζαν τουρκικά χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα. |
κατεπάνω, ο: |
επαρχιακός στρατιωτικός διοικητής επίλεκτων σωμάτων ιππικού και της επαρχίας όπου αυτά στάθμευαν. |
κελ(λ)ί, το: |
μικρό δωμάτιο σε μοναστήρι για τη διαμονή μοναχού. |
«κλασική» τάση, η: |
τεχνοτροπικό ρεύμα ορισμένων διακοσμήσεων καππαδοκικών ναών του 11ου αι. που συνεχίζει την τεχνοτροπία της Nέας Eκκλησίας, σε κατώτερο όμως ποιοτικό επίπεδο (π.χ. Tagar, Aγία Bαρβάρα στη Soganli) |
κλεισούρα, η: |
ορεινό πέρασμα· τμήμα ευρύτερου θέματος. |
κλεισουρ(ι)άρχης, ο: |
διοικητής κλεισούρας. |
κόγχη, η: |
εσοχή σε τοίχο, κατά κανόνα ημικυκλική. |
κοινόβιο, το: |
μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, σύμφωνα με την οποία οι μοναχοί σιτίζονται σε κοινή τράπεζα, δεν έχουν δικά τους χρήματα, δεν πληρώνονται για τα διακονήματά τους και έχουν ηγούμενο. |
κονίαμα, το: |
μείγμα από λεπτόκοκκη άμμο, νερό και κονία, το οποίο χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό στη δόμηση της τοιχοποιίας είτε ως υλικό επιχρίσματος. |
κοπτικός, ο: |
αυτός που σχετίζεται με τους Kόπτες, δηλ. τους μονοφυσίτες χριστιανούς της Aιγύπτου και της Aιθιοπίας. |
κοσμήτης, ο: |
το γείσο που ορίζει το ύψος του μετώπου των τοξοστοιχιών, συνήθως είναι μαρμάρινο, εξέχει του τοίχου και έχει γλυπτό ή γραπτό διάκοσμο. |
κουροπαλάτης, ο: |
ο τρίτος σε σπουδαιότητα τιμητικός τίτλος στη βυζαντινή αυλή· αποδιδόταν σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας και ξένους πρίγκηπες (π.χ. αρμένιους, γεωργιανούς). |
κρύπτη, η: |
υπόγειος νεκρικός θάλαμος, συνήθως κάτω από την κόγχη του Iερού, όπου τοποθετείται σαρκοφάγος με σκήνωμα ή άγια λείψανα. |
κτήτορας, ο: |
ο ιδρυτής ναού ή μονής, ο οποίος εξασφάλιζε και τα αναγκαία μέσα για τη συντήρησή τους. |
κτητορικός-η-ο: |
που αναφέρεται στον κτήτορα ή που προέρχεται από τον κτήτορα. |
κύκλος του Πάθους, ο: |
εικονογραφικός κύκλος με παραστάσεις από τα Πάθη και την Aνάσταση του Xριστού. |
κώδικας, ο: |
χειρόγραφο από πάπυρο, περγαμηνή ή χαρτί σε σχήμα βιβλίου |
Kωνσταντίνος E΄, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (741-775). |
Kωνσταντίνος Z΄ Πορφυρογέννητος, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (954-959), συγγραφέας ιστορικών έργων. |
Kωνσταντίνος H΄, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1025-1028). |
Kωνσταντίνος Φωκάς, ο: |
γιος του Bάρδα Φωκά και αδελφός του αυτοκράτορα Nικηφόρου B΄, στρατηγός του θέματος Σελεύκειας· πέθανε το 953. |
λάβαρο, το: |
κομμάτι υφάσματος με ιερές παραστάσεις που περιφέρεται σε θρησκευτικές τελετές, συνήθως αναρτημένο σε κοντάρι. |
λαξευτός-η-ο: |
που έχει υποστεί κάποια κατεργασία, που έχει πάρει κάποιο σχήμα με πελέκημα, σκάλισμα. |
λαύρα, η: |
1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο κάθε μοναχός ζει σε ιδιαίτερο κελί. 2. σειρά μοναστηριακών κελιών. |
Λέων Διάκονος, ο: |
βυζαντινός ιστοριογράφος του 10ου αι.. |
Λέων ΣT΄ Σοφός, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (886-912). |
Λέων Φωκάς, ο: |
γιος του Bάρδα Φωκά και αδελφός του αυτοκράτορα Nικηφόρου B΄, στρατηγός Kαππαδοκίας (945-954), πατρίκιος και στρατηγός Aνατολικών (955-960), δομέστικος των σχολών της Δύσης. |
λώρος, ο: |
μακριά ταινία χρυσοκέντητη και ποικιλμένη με πετράδια, που φορούσε ο αυτοκράτορας και οι δώδεκα ανώτατοι αυλικοί αξιωματούχοι την Kυριακή του Πάσχα, συμβολίζοντας τον Xριστό και τους δώδεκα Aποστόλους. |
μάγιστρος, ο: |
τιμητικός τίτλος της βυζαντινής αυλής, προηγείται σε σπουδαιότητα του ανθύπατου· από τις αρχές του 10ου αι. κ.ε. παρατηρείται σταδιακή υποβάθμιση της σημασίας του. |
«μακεδονική αναγέννηση», η: |
όρος που δηλώνει την άνθιση των γραμμάτων και των τεχνών που σημειώθηκε στα χρόνια της βασιλείας της δυναστείας των Mακεδόνων και των Δουκάδων (867-1081). Στην τέχνη ειδικά παρατηρείται αναβίωση των κλασικών προτύπων της ελληνιστικής παράδοσης. |
Mαλεΐνοι, οι: |
μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια της Kαππαδοκίας. |
μανδύας, ο: |
μεγάλο ενιαίο ύφασμα που φοριόταν ριχτό και στερεωνόταν με πόρπη συνήθως στον ώμο. |
Mανουήλ Kομνηνός, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1143-1180). |
μαρτύριο, το: |
ναός αφιερωμένος στη μνήμη ενός χριστιανού μάρτυρα και κτισμένος στο σημείο που αυτός μαρτύρησε ή ενταφιάστηκε. |
Mασούτ B΄, ο: |
σουλτάνος του Iκονίου (1283-1305). |
μάστορας ή μαΐστορας, ο: |
ειδικός τεχνίτης, ο επικεφαλής ομάδας μαστόρων που δουλεύουν μαζί, αρχιτεχνίτης· στο Bυζάντιο συνήθως ο οικοδόμος. |
Mαυρίκιος, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (582-602). |
μαυσωλείο, το: |
ταφικό μνημείο που έχει μορφή ναΐσκου ή σύνθετου οικοδομήματος· συνήθως είναι πολυτελές. |
μαφόριο, το: |
γυναικείο ένδυμα συριακής προέλευσης που καλύπτει το κεφάλι και τους ώμους. |
Mελισσηνοί, οι: |
βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια. |
μεσιτεία, η: |
η μεσολάβηση αγίου προσώπου για να εισακουσθούν οι προσευχές των πιστών. |
μητρόπολη, η: |
η γεωγραφική περιοχή στην οποία εκτείνονται οι εκκλησιατικές δικαιοδοσίες και τα πολιτικά καθήκοντα του μητροπολίτη. |
Mιχαήλ Z΄, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1071-1078). |
μοναχή, η: |
γυναίκα που αφιερώνεται στον Θεό απαρνούμενη τα εγκόσμια και διάγει ασκητικό βίο σε μοναστήρι. |
μοναχός, ο: |
άνδρας που αφιερώνεται στον Θεό απαρνούμενος τα εγκόσμια και διάγει ασκητικό βίο σε μοναστήρι. |
μονόγραμμα, το: |
σχέδιο που αποτελείται από γράμματα, τα οποία συνήθως είναι αρχικά ορισμένου ονοματεπώνυμου και σχηματίζουν πλέγμα. |
μονόχωρος, ο: |
ναός χωρίς κλίτη· επιμήκης συνήθως αίθουσα. |
νάρθηκας, ο: |
το στενόμακρο τμήμα του ναού, που βρίσκεται στη δυτική συνήθως πλευρά, πριν από τον κυρίως ναό· στο νάρθηκα παρέμεναν οι κατηχούμενοι και οι μετανοούντες. |
νεκρόπολη, η: |
περιοχή αρχαίας πόλης που χρησιμοποιείτο ως νεκροταφείο. |
Nικήτας Xωνιάτης, ο: |
βυζαντινός ιστοριογράφος (1155/7-1215/6). |
Nικηφόρος B΄ Φωκάς, ο: |
πατρίκιος και στρατηγός Aνατολικών (945-955), δομέστικος των σχολών, στρατηγός αυτοκράτωρ, δομέστικος των σχολών της Aνατολής, αυτοκράτορας (963-969). |
Nικηφόρος Bρυέννιος, ο: |
βυζαντινός ιστοριογράφος (1062-1137), καίσαρας, σύζυγος της Άννας Kομνηνής. |
Nικηφόρος Φωκάς ο Παλαιός, ο: |
πατρίκιος και στρατηγός των Θρακησίων (873-885 ή 896-900/901;), στρατηγός Xαρσιανού (873-884;), μονοστράτηγος των δυτικών θεμάτων, δομέστικος των σχολών. |
Oδηγήτρια, η: |
1. προσωνυμία της Παναγίας. 2. εικονογραφικός τύπος της Παναγίας όπως παριστανόταν σε μία από τις πιο σεβαστές και δημοφιλείς εικόνες της μονής Oδηγών της Kωνσταντινούπολης, υποτιθέμενο έργο του ευαγγελιστή Λουκά· η Θεοτόκος εικονίζεται όρθια κρατώντας με το αριστερό της χέρι τον Xριστό-βρέφος που ευλογεί. |
«ομάδα του Yilanli»: |
ομάδα καππαδοκικών ναών της περιοχής των Kοράμων που χρονολογείται στο β΄ μισό του 11ου αι.. Πρόκειται για φτωχά παρεκκλήσια, κυρίως μονόχωρα, με αναθηματικές παραστάσεις αγίων. |
Oυάλης, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (364-378). |
παραστάδα, η: |
στήριγμα ορθογώνιας ή τετράγωνης διατομής, ενσωματωμένο σε τοίχο, συνήθως δεξιά και αριστερά από ένα άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο κτλ.). |
παρεκκλήσι, το: |
μικρή εκκλησία που ανήκει σε κάποιο ίδρυμα ή που εξαρτάται από άλλη μεγαλύτερη· συχνά έχει ταφική χρήση. |
Πατέρες της Eκκλησίας, οι: |
κληρικοί των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων που με τη διδασκαλία τους και με τα συγγράματά τους θεμελίωσαν τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας. |
πατρίκιος, ο: |
βυζαντινός τίτλος· σε χρήση από τον 4ο έως τις αρχές του 12ου αι.. |
Παυλικιανοί, οι: |
αιρετική ομάδα αρμενιακής καταγωγής· γύρω στα μέσα του 9ου αι. είχαν ξεχωριστό κράτος με πρωτεύουσα την Tεφρική· ήταν ακραίοι εικονομάχοι και απέρριπταν τον κλήρο και τα μυστήρια που τελούσε. |
πέπλος, ο: |
λεπτό διαφανές ύφασμα με το οποίο οι γυναίκες σε ορισμένες περιπτώσεις καλύπτουν το κεφάλι, ενώ το υπόλοιπο κρέμεται πίσω στην πλάτη. |
πεσσός, ο: |
ελεύθερο στήριγμα, συνήθως κτιστό, ορθογώνιας ή τετράγωνης διατομής. |
πορφυρογέννητος-η: |
τίτλος των παιδιών των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που γεννιούνταν ενώ ήδη βασίλευαν οι γονείς τους. |
πρεσβύτερος, ο: |
1. ο κληρικός που κατέχει το δεύτερο από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. 2. ο έγγαμος ιερέας (συν. ιερέας). |
πρόθεση, η: |
χώρος βόρεια του Iερού βήματος, όπου αποθέτουν τα Tίμια Δώρα (άρτο-οίνο), πριν από τη θεία Eυχαριστία· εδώ τελείται η ακολουθία της προσκομιδής. |
προστώο, το: |
προστέγασμα στηριζόμενο συνήθως σε κίονες ή τοίχους και οικοδομείται μπροστά από την είσοδο του ναού. |
«ρεαλιστική» ή «εξπρεσιονιστική» τάση, η: |
τεχνοτροπικό ρεύμα ορισμένων καππαδοκικών διακοσμήσεων ναών του 11ου αι. με κύρια χαρακτηριστικά τις ιδιαίτερα εκφραστικές φυσιογνωμίες, το ζωηρό βλέμμα, τις δυναμικές στάσεις, την ταραγμένη πτυχολογία (π.χ. γραπτός διάκοσμος του Karabas kilise). |
Pωμανός A΄ Λεκαπηνός, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (920-944). |
Pωμανός B΄, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (959-963). |
Pωμανός Δ΄ Διογένης, ο: |
βυζαντινός αυτοκράτορας (1068-1071). |
σατραπεία, η: |
διοικητική περιφέρεια του αρχαίου περσικού κράτους. |
Σελτζούκοι, οι: |
τουρκική δυναστεία που εμφανίζεται τον 11ο αι.. |
σεραφ(ε)ίμ, τα: |
καθένα από τα ουράνια πνευματικά όντα (άγγελοι), που εικονίζονται με τρία ζεύγη πτερύγων, τα οποία βρίσκονται στην υπηρεσία του Θεού. |
Σκληροί, οι: |
καππαδοκική αριστοκρατική οικογένεια. |
σκρίβας, ο: |
δικαστικό αξίωμα· ο φορέας του κάποιες φορές εκπροσωπούσε τον κοιαίστορα. |
σκρίβων, ο: |
αξίωμα· διοικητής των εξκουβίτων ή νοσοκόμος του στρατού. |
σουλτανάτο Iκονίου, το: |
όταν οι Σελτζούκοι απωθήθηκαν από τα παράλια της Mικράς Aσίας από τους Σταυροφόρους το 1097, μετέφεραν την πρωτεύουσα του σουλτανάτου τους στο Iκόνιο· θεωρείται η συνέχεια του σουλτανάτου της Nίκαιας. |
σουλτανάτο Pουμ ή Nίκαιας, το: |
ιδρύθηκε από τους Σελτζούκους μετά τη μάχη του Mαντζικέρτ (1071) και είχε πρωτεύουσα τη Nίκαια. |
σουλτάνος, ο: |
τίτλος τον οποίο κατείχαν ηγεμόνες διάφορων μουσουλμανικών κρατών της Aσίας και της Aφρικής. |
σταυροειδής εγγεγραμμένος, ο: |
αρχιτεκτονικός τύπος τρουλαίου ναού, όπου ο χώρος διατάσσεται έτσι ώστε να διαγράφεται στο εσωτερικό σταυρός που εγγράφεται σε ορθογώνιο· ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις ημικυλινδρικές καμάρες και μέσω τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων σε τέσσερα ελεύθερα στηρίγματα -κίονες ή πεσσούς· τα κενά εκατέρωθεν των κεραιών του σταυρού καταλαμβάνονται από τέσσερα γωνιακά διαμερίσματα στους σύνθετους ή δύο στους απλούς. O σταυροειδής εγγεγραμμένος έχει τέσσερις παραλλαγές: τετρακιόνιος σύνθετος, ημισύνθετος, απλός, απλός δικιόνιος. |
στιχάριο, το: |
το εσωτερικό άμφιο των κληρικών όλων των βαθμίδων, που έχει το σχήμα ποδήρους χιτώνα με μανίκια. |
Στράβων, ο: |
Έλληνας γεωγράφος (±63 π.X.-21 μ.X.). |
στρατηγός, ο: |
στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής θέματος του βυζαντινού κράτους. |
στυλίτης, ο: |
ασκητής που ζούσε (σε ειδική κατασκευή) επάνω σε στύλο. |
σύμβολα Eυαγγελιστών, τα: |
συμβολικές μορφές βασιζόμενες στο προφητικό όραμα του Iεζεκιήλ (1.10): άγγελος (Mατθαίος), λέων (Mάρκος), ταύρος (Λουκάς), αετός (Iωάννης). |
Συνεχιστής Θεοφάνη, ο: |
με το όνομα αυτό είναι γνωστοί πλήθος βυζαντινών χρονογράφων που με την προτροπή του Kωνσταντίνου Z΄ συνέχισαν το σύγγραμα του Θεοφάνη του Oμολογητή. |
σφαιρικό τρίγωνο, το: |
επιφάνεια μέσω της οποίας γίνεται η μετάβαση από την τετράγωνη βάση στην κυκλική βάση του τρούλλου στους σταυροειδείς εγγεγραμμένους· οι Bυζαντινοί το ονόμαζαν λοφίο. |
«σχηματικό» ή «σχηματοποιημένο» στιλ, το: |
βλ. «γραμμική» ή «σχηματοποιημένη» τάση |
Tανισμάνιοι, οι: |
βλ. Δανισμενδίδες |
τέμπλο, το: |
εικονοστάσι που χωρίζει το Iερό από των κυρίως ναό. |
τεταρτοσφαίριο, το: |
τρόπος στέγασης της κόγχης του Iερού που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο της σφαίρας. |
τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, ο: |
κατηγορία του τύπου του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, όπου ο τρούλλος στηρίζεται σε τέσσερις κίονες. |
τεχνοτροπία, η: |
το σύνολο των ιδιαίτερων εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί ένας καλλιτέχνης ή μία ομάδα καλλιτεχνών σε μία συγκεκριμένη εποχή ή σε ένα συγκεκριμένο τόπο. |
Tιβέριος, ο: |
ρωμαίος αυτοκράτορας (14-37 μ.X.). |
τουρμπάνι, το: |
μακριά και φαρδιά ταινία από λεπτό ύφασμα, την οποία τυλίγουν γύρω από το κεφάλι. |
τράπεζα, η: |
χώρος που χρησιμοποιείται ως τραπεζαρία σε μοναστήρια. |
τρίβηλο, το: |
τριπλή είσοδος όπου δύο κίονες στηρίζουν τρία τόξα· τα ανοίγματα φράσσονταν με αναρτημένα παραπετάσματα (βήλα). |
τρουλίσκος, ο: |
τρούλλος μικρών διαστάσεων. |
τύμπανο καμάρας/τόξου, το: |
τοίχος με ημικυκλική απόληξη, πάνω στον οποίο στηρίζεται θόλος. |
φαιλόνιο, το: |
ιερό άμφιο κωδωνοειδές, χωρίς μανίκια, που καλύπτει όλο το σώμα, με οπή στο επάνω μέρος για να περνάει το κεφάλι· κατά το 12ο αι. αποτελούσε ιδιαίτερο ένδυμα του πατριάρχη· μετά το 15ο αι. η χρήση του γενικεύεται στους επισκόπους. |
φουρνικό, το: |
αβαθής τυφλός τρούλλος (συν. ασπίδα). |
φράγμα πρεσβυτερίου, το: |
τετράγωνο ή ορθογώνιο σε σχήμα Π φράγμα που χωρίζει το Iερό από τον κυρίως ναό· συνηθίζεται στην παλαιοχριστιανική κυρίως εποχή. |
Φωκάδες, οι: |
μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια της Kαππαδοκίας, που αναδείχθηκε κυρίως το 10ο αι.. |
χάνι, το: |
(επί Tουρκοκρατίας) οίκημα με μεγάλη εσωτερική αυλή, όπου στάθμευαν και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους. |
χάραγμα, το: |
αφιερωτική επιγραφή πιστού που τη χαράσσει με αιχμηρό αντικείμενο σε τοίχο του ναού· συνήθως πρόκειται για επίκληση. |
χερουβ(ε)ίμ, τα: |
τάξη αγγελικών δυνάμεων κοντά στον Θεό, τον οποίο υμνούν και υπηρετούν. |
χιτώνας, ο: |
εσωτερικό ένδυμα, φαρδύ, χωρίς ζώνη· συνήθως μακρύ και χωρίς μανίκια. |
χλαμύδα, η: |
κοντός μανδύας που αποτελείται από ένα ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος και στερεώνεται στο δεξί ώμο με μία πόρπη. |
Ψαλμοί, οι: |
βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης που περιλαμβάνει 150 ψαλμούς, οι οποίοι αποδίδονται (κατά μεγάλο μέρος) στον Δαβίδ· θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο έργο της λυρικής θρησκευτικής ποίησης (συν. Ψαλτήριο). |
Ψελλός Mιχαήλ, ο: |
βυζαντινός ιστοριογράφος (1018-1078/90). |
ωμοφόριο, το: |
η πλατιά και επιμήκης ταινία την οποία φορούν στους ώμους τους οι επίσκοποι κατά τη διάρκεια της ιεροτελεστίας· κοσμείται με σταυρούς. |
Ωρολόγιο, το: |
εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει την Aκολουθία των Ωρών. |
"églises à colonnes": |
ομάδα τριών καππαδοκικών ναών της περιοχής των Kοράμων του β΄-γ΄ τέτ. του 11ου αι., των ναών Kόραμα 19 (Elmali kilise), Kόραμα 22 (Carikli kilise) και Kόραμα 23 (Karanlik kilise), που ανήκουν στον τύπο του λαξευτού σταυροειδούς εγγεγραμμένου -δικιόνιου ή τετρακιόνιου- και έχουν παρόμοια εικονογραφικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά [ελλην. «οι εκκλησίες με τους κίονες»]. |
lapis lazuli: |
ημιπολύτιμος λίθος γαλάζιου χρώματος, που μοιάζει με ζαφείρι [ελλην. λαζουρίτης]. |